ΠΟΛΙΤΗς

Εφιαλτικές μέρες και νύχτες για το Μάτι της Νέας Μάκρης.........................Ιστοσελίδα για κοινωνικό-πολιτικά ζητήματα....................Νοέμβριος 2018...

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

πολίτης //ουσιαστικό // κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα, ελεύθερος πολίτης |με γεν. |αντ. του ἰδιώτης |αντ. του ξένος 2. συμπολίτης |φρ. ἀγαθός πολίτης, χρηστὸς πολίτης, αντ. κακὸς πολίτης, πονηρὸς πολίτης |φρ. φύσει, γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης |φρ.ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ, δίνω σε κπ. τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β. |το ουσ. ως επίθ. αυτός που ανήκει στην πόλη //Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Μετάφραση [Translate]


Το περιστέρι της Ειρήνης, Pablo Picasso // για τον Άνθρωπο, την ειρήνη στον κόσμο, λέμε όχι στους πολέμους και στη βία από άνθρωπο σε άνθρωπο ...make love not war - κάντε έρωτα όχι πόλεμο....
Οι Λαϊκοί Αγώνες για μια ανθρώπινη κοινωνία σήμερα- αλλά και την απελευθέρωση της Χώρας μας από την τρόικα και το ΔΝΤ είναι συνέχεια του Εθνικό-απελευθερωτικού Αγώνα του 1821...αλλά και του 1940...

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

Η φιλοσοφία του «Νέου Παρθενώνα»

Οι φιλόσοφοι υπουργοί Παναγιώτης Κανελλόπουλος και Κωνσταντίνος Τσάτσος στον Aγνωστο Στρατιώτη 
|Κ. ΤΣΑΤΣΟΣ, ΛΟΓΟΔΟΣΙΑ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ (Αθήνα 2001)

«Οσοι θα ασκήσουν το έργο της διαφώτισης πρέπει να ξέρουν, αυτοί τουλάχιστον, γιατί είναι εθνικόφρονες»
Κωνσταντίνος Τσάτσος, πρώην υπουργός Παιδείας («Εθνος και Κομμουνισμός», Αθήναι 1952)
~~~~~~~~~~~
Στις 31 Μαρτίου 1945, μόλις πέντε μήνες αφότου η χώρα είχε βγει από τη δίνη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, στην εφημερίδα του Εθνικού Ενωτικού Κόμματος, «Ελληνική Φωνή», δημοσιεύτηκε το άρθρο «Πήραμε επικίνδυνο κατήφορο».
Ο συντάκτης του, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, διατεινόταν ότι το έθνος, αντί να χαίρει εθνικής υπερηφάνειας, είχε πάρει τον κατήφορο, που δεν ήταν άλλος από την ανθελληνική λογική του κομμουνισμού που είχε αντικαταστήσει «το γόνιμο ελληνικό πάθος του λαού με μικρά και άγονα εμφύλια πάθη».
Είχαν προηγηθεί τα Δεκεμβριανά -«ο φοβερός Δεκέμβριος»- και θα ακολουθούσε ο Εμφύλιος, «ο λεγόμενος συμμοριτοπόλεμος, που -είτε το θέλουμε είτε όχι- ήταν εμφύλιος πόλεμος» (Π. Κανελλόπουλος, «Ιστορικά δοκίμια», Αθήνα 1975, σ. 21).
Οπως θα εξομολογούνταν μετά τη Μεταπολίτευση, «οι ψυχώσεις που κληροδότησε η τραγωδία του εμφυλίου πολέμου» δεν άφησαν άθικτο ούτε τον ίδιο (όπ.π., σ. 24).
⤊ Από την υψηλή θεωρία στην έμπρακτη υλοποίηση της εθνικής κατήχησης. Η χριστιανική λατρεία και οι «κλασικές, λιτές και αρρενωπές» ιδέες των αρχαίων προγόνων στην υπηρεσία της ανάσχεσης των «θηλυκών υστερικών θεοτήτων», που εκπροσωπούσαν σοσιαλισμός και φιλελευθερισμός ⤋
Πράγματι, ενώ ήδη από τον Μεσοπόλεμο ο ίδιος και ομοϊδεάτες του είχαν ανακηρυχθεί φανατικοί πολέμιοι του ιστορικού υλισμού και της Αριστεράς, βαίνοντας προς τη δεκαετία του 1950 η ιδεολογική τους αντίθεση έλαβε διαστάσεις εμμονής, οδηγώντας στη δαιμονοποίηση της Αριστεράς.
Μετεμφυλιακά, η εθνικόφρων διανόηση μέσα από πολιτικές του πολιτισμού αλλά και πολιτικές πρακτικές σε κυβερνητικό επίπεδο ιδιοποιήθηκε και αξιοποίησε σχήματα της κλασικής αρχαιότητας με την ιδεαλιστική φιλοσοφική παράδοση, αλλά και αποκαλυπτικά-σωτηριολογικά σχήματα, ως πρώτη ύλη για τη συγκρότηση του μετεμφυλιακού εθνικού αφηγήματος.
Δύο χαρακτηριστικά δείγματα διανοουμένων-πολιτικών που συνέβαλαν στη συγκρότηση αυτού του λόγου είναι ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και ο Κωνσταντίνος Τσάτσος.
Η στρατιωτική επικράτηση των δυνάμεων της κυρίαρχης τάξης και η ήττα του Δημοκρατικού Στρατού στον εμφύλιο πόλεμο δεν συνοδεύτηκαν από την ανάλογη πολιτική, ηθική και ιδεολογική νίκη· γι’ αυτόν τον λόγο δεν κατάφερε να απαλλαγεί μετεμφυλιακά από το μόνιμο σύνδρομο για την εξασφάλιση του μεγαλύτερου δυνατού «περιθωρίου ασφαλείας» απέναντι στον εσωτερικό εχθρό.
Η νομιμοποίηση και η αναδιοργάνωση της εξουσίας της έγινε σε κοινοβουλευτικό πλαίσιο, αλλά το ζητούμενο ήταν να κατοχυρωθεί η επικράτηση των νικητών του Εμφυλίου και να διασφαλιστεί η εξουσία τους τόσο στο πολιτικό πεδίο, με τους μηχανισμούς καταστολής του κράτους που εξοβέλιζαν την Αριστερά από το πλαίσιο του δημόσιου βίου και της αστικής νομιμότητας, όσο και στο ιδεολογικό πεδίο, με την «αποΕΑΜοποίηση» ευρέων τμημάτων του λαού και την επιβολή των «υγιών κοινωνικών φρονημάτων», την εμπέδωση της «εθνικοφροσύνης».
Ο αντικομμουνισμός έτσι, ως επίσημη κρατική ιδεολογία, υπηρετούσε τον γενικότερο στόχο του αντικομμουνιστικού κράτους.

Η «συνωμοσία των ιδεολογιών»

Αυτή η στόχευση ήταν ίσως ο «νέος τόνος» που είχε ανάγκη -κατά τον Κανελλόπουλο- η πολιτική και η δημόσια ζωή ήδη από το 1945:
«Χρειαζόμαστε», έγραφε, «μιαν εθνική αισιοδοξία και υπερηφάνεια που δεν κερδίζεται με το να χαρακτηρίζουμε ως πηγή της νέας περιόδου της ζωής μας το “πνεύμα” της Βάρκιζας […]. Χρειαζόμαστε λίγη ψυχολογία Ντεγκωλλισμού και στην Ελλάδα. Μόνον αυτή μπορεί να μας σώσει.
Ο κομμουνισμός πήγε να μας μεταβάλει σ’ ένα λαό ηττημένων που δεν έχει να λύσει παρά μόνον εσωτερικές διαφορές για να υποστεί έτσι εξιλασμό για αμαρτήματα, αντί να διεκδικήσει, όπως του αξίζει, δικαίωση για ιστορικά μεγαλουργήματα» («Ελληνική Φωνή», 31/3/1945).
Ο Κανελλόπουλος και ο Τσάτσος, με την ιδιότητα πνευματικών ανθρώπων και πολιτικών προσώπων, τόσο πριν από τον πόλεμο όσο και μεταπολεμικά πρόβαλλαν μια διδασκαλία πνευματικής παράδοσης του ελληνισμού βασισμένη στο τρίπτυχο κλασική αρχαιότητα - ιδεαλισμός - ανθρωπισμός, απαραίτητη για να δημιουργηθεί ο νέος «μύθος» του ελληνισμού και για να στηριχτεί πάνω σ' αυτήν το πλατωνικής εμπνεύσεως μεταπολεμικό κράτος, της «εθνικά και πολιτικά ορθής» συμπεριφοράς· το κράτος πολέμιος της «εθνοπροδοτικής» κομμουνιστικής ιδεολογίας.
Ηδη το 1945 ο Κανελλόπουλος στο έργο του «Ο Πόλεμος και το Μέλλον. Διδάγματα και αιτήματα», προβαίνοντας σε έναν απολογισμό της δεκαετίας 1935-1945, αποφαινόταν ότι από το παρελθόν θα διασωθεί μόνον ό,τι είναι «θετικό, αρρενωπό, πανάρχαιο» και κάτι τέτοιο «ως πνευματικό και ηθικό φαινόμενο είναι μόνο η Ελλάς» (σ. 5).
Υποστήριζε ότι η πολιτική και φιλοσοφική σκέψη δυόμισι χιλιάδων ετών αποτυπωνόταν σχηματικά μέσα από την αντιθετική συμβολή δύο αιώνων: του 5ου αιώνα της κλασικής αρχαιότητας και του «ανθελληνικού» 19ου αιώνα.
Ο ελληνικός 5ος αιώνας, από τον Σόλωνα μέχρι τον Δημοσθένη, με αποκορύφωμα τον Πλάτωνα, γέννησε τις «κλασικές, λιτές και αρρενωπές» ιδέες της Δημοκρατίας και της Δικαιοσύνης.
Αντιθέτως, ο «ανθελληνικός» 19ος αιώνας, από τον Ρουσό και τη Γαλλική Επανάσταση μέχρι τον Λένιν και τον φασισμό, αντιπάλεψε αυτές τις ιδέες, γεννώντας ένα «πλήθος μικρές ιδεολογίες, θεωρίες και ψυχώσεις που έμοιαζαν με θηλυκές υστερικές θεότητες, με παραληρήματα Μαινάδων».
Το αριστοκρατικό περιεχόμενο της Δημοκρατίας και της Δικαιοσύνης εκφυλίστηκε κατά τον 19ο αιώνα, καθώς αυτές διολίσθησαν σε ιδεολογίες, «βάρβαρα» κατασκευάσματα, είτε γινόταν λόγος για τον «άκρατο φιλελευθερισμό» είτε ακόμη περισσότερο για τον «απάνθρωπο κομμουνισμό» (σ. 14-5).
Χρέος όσων υπερασπίζονταν τη Δημοκρατία, τη Δικαιοσύνη, το Μέτρο, την Αλήθεια και τον Ανθρωπισμό, όσων δηλαδή «σκέπτονται ανθρώπινα, απλά κι ελληνικά», ήταν «να ματαιώσουν τη συνωμοσία αυτών των ιδεολογιών και να αγωνιστούν για το μέλλον που έρχεται» (σ. 44).
Στο έργο του «Εικοστός αιώνας. Η πάλη μεταξύ ανθρωπισμού και απανθρωπιάς», που δημοσίευσε το 1951, ο ίδιος όριζε ως «απανθρωπιά» την πολιτική δράση των κομμουνιστών στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, που «νόθευσε» και κατέστησε «ανίερη» την εθνική αντίσταση:
«Τα κομμουνιστικά κόμματα πήραν εντολή να οργανώσουν στις κατεχόμενες χώρες “εθνικοαπελευθερωτικά μέτωπα”, να προσποιηθούν ότι ενδιαφέρονται μόνο για τη δημοκρατία και για την καταπολέμηση του φασισμού, να παγιδεύσουν και να τραβήξουν στις οργανώσεις τους όλα τα στοιχεία που ήθελαν να πολεμήσουν τον κατακτητή, προπάντων τη νεολαία, να επηρεάσουν λίγο-λίγο τα στοιχεία αυτά ή να τα συμπιέσουν και να τα υποτάξουν ψυχικά, […] να διασπάσουν έτσι την ενότητα των λαών εξαπολύοντας τον εμφύλιο πόλεμο μέσα στη νύχτα της κατοχής, και να προετοιμασθούν για την κατάκτηση της εξουσίας και την εγκαθίδρυση του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού ύστερ’ από την απελευθέρωση.
Ο κομμουνισμός δηλητηρίασε έτσι την ιστορία στις ηθικά πιο μεγάλες ώρες των ευρωπαϊκών λαών» (σ. 168).
ΜακρόνησοςΜακρόνησος | 
Οσο εντείνονται οι πολιτικοί και ιδεολογικοί ανταγωνισμοί σε εγχώρια και διεθνή κλίμακα, ο Κανελλόπουλος καταφεύγει πλέον σ’ ένα εσχατολογικό πλαίσιο για να δομήσει την αντιπαράθεση με την Αριστερά.
Ενώ λοιπόν στον Μεσοπόλεμο η ιδεολογική αντιπαράθεση διεξήχθη σε φιλοσοφικό επίπεδο [ιδεαλισμός εναντίον (ιστορικού) υλισμού], μετεμφυλιακά, από τις ιδεολογικές χρήσεις -και συχνά καταχρήσεις- της φιλοσοφίας, και καθώς έχουν εξαντληθεί καταπώς φαίνεται τα εγκόσμια μέσα από την εθνικόφρονα παράταξη, η ρητορική μετατοπίζεται σε θεολογικό επίπεδο και σε μια αποκαλυπτική φιλολογία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η φιλοσοφική-θεολογική τριλογία της τρίτης συγγραφικής περιόδου του Κανελλόπουλου, τη δεκαετία 1950-1960 (με τα έργα «Ο Χριστιανισμός και η εποχή μας. Από την ιστορία στην αιωνιότητα», «Μεταφυσικής προλεγόμενα. Ο άνθρωπος, ο κόσμος, ο θεός» και «Το τέλος του Ζαρατούστρα»), σε μια περίοδο κατά την οποία υπηρετεί την κυβέρνηση από τη θέση του υπουργού Εθνικής Αμυνας.
Στην πρώτη αυτή μετεμφυλιακή δεκαετία, ο Κανελλόπουλος, εκφράζοντας τις εσχατολογικές ανησυχίες του για τη σύγχρονη εποχή, μετατοπίζεται σε μια ολοένα περισσότερο θεολογική στάση.
Ηδη στο έργο «Ο Χριστιανισμός και η εποχή μας» διαπιστώνει ότι έχουν κλονιστεί όλες οι αξίες, ακόμα και η ίδια η ουσία του Χριστιανισμού, αφού υπάρχει πλέον «ένα μεταφυσικό κενό στην ψυχή των ανθρώπων».
Ποιο είναι όμως το φοβερό αυτό γεγονός απέναντι στο οποίο η ανθρώπινη ψυχή είναι «αδειανή και απροετοίμαστη»;
Ο Κανελλόπουλος εξηγείται: «Θάταν στενόκαρδο αν έλεγα ότι το φοβερό γεγονός που σημειώνεται και επεκτείνεται απειλητικά είναι ο κομμουνισμός».
Η ίδρυση της ΕΔΑ το 1951, η εκλογική εδραίωση και η ισχυροποίησή της μέχρι το τέλος της δεκαετίας φανέρωναν, αν μη τι άλλο, την απήχηση και τη σταδιακή άνοδο της Αριστεράς λίγα μόλις χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου.
Η θεολογική προσέγγιση, μολονότι μαρτυρούσε μια διολίσθηση στον ανορθολογισμό, κατείχε γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο περισσότερη δύναμη ως πολιτικός λόγος και μάλιστα πιο αποτελεσματικός.
Αλλωστε, ο προφητικός λόγος είναι πανίσχυρη συνιστώσα μιας θεολογίας της εξουσίας, καθώς ο εσχατολογικός λόγος λειτουργεί και ως καθεστωτικός (βλ. Α. Λιάκος, «Αποκάλυψη, Ουτοπία και Ιστορία», Αθήνα 2011, σ. 69).
Ο φόβος για επικράτηση της Αριστεράς οδήγησε πλέον τη διανόηση στη συγκρότηση ενός σώματος πολιτικής θεολογίας, που εντέλει επιτελούσε την ίδια ακριβώς λειτουργία με την ιδεολογία.
ΜακρόνησοςΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ (τ.Δ2)
⤊ Πατρίς και θρησκεία σε πρώτο πλάνο, για την εθνική «αναμόρφωση» των κρατουμένων της Μακρονήσου. Οι αποτελεσματικότερες μέθοδοι που εφαρμόστηκαν εκεί δεν είχαν φυσικά θέση στην επίσημη προπαγάνδα ⤋
ΜακρόνησοςΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ (τ.Δ2)

Η εκπαίδευση των εθνικοφρόνων

Ομοια στη στόχευση και σε μαξιμαλισμούς εναντίον της Αριστεράς ήταν και η πρόταση του Τσάτσου.
Στο έργο του «Εθνος και Κομμουνισμός», που δημοσιεύτηκε το 1952 υπό την αιγίδα της Εκκλησίας της Ελλάδος, εξέθετε και όριζε το αναμορφωτικό πρόγραμμα της εθνικοφροσύνης, το οποίο συνιστούσε περίπου μια «θεραπευτική» συνταγή για την ανάκαμψη του έθνους.
Ορισμένα αποσπάσματα αυτού του έργου είναι εξαιρετικά κατατοπιστικά για τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας αντιλαμβανόταν αυτή τη στόχευση:
«Η ρίζα του κομμουνισμού στην Ελλάδα είναι κυρίως διανοητική. Δεν τον εδημιούργησαν τον κομμουνισμό εδώ οι κοινωνικές συνθήκες φυσιολογικά, αλλά σχεδόν τεχνητά τον κατασκευάσανε οι λίγοι διανοούμενοι του τόπου, μεταφυτεύοντας από άλλες χώρες σχήματα και μορφές, που ούτε οικονομικά, ούτε κοινωνικά εδώ ταιριάζανε. [...] Πρέπει προ παντός να εκπαιδευθούν όσοι θα ασκήσουν το έργο της διαφώτισης.
Πρέπει να ξέρουν, αυτοί τουλάχιστον, γιατί είναι εθνικόφρονες. Και για να το ξέρουν, πρέπει να ξέρουν τι είναι ελληνικό έθνος, τι επετέλεσε και τι μπορεί να επιτελέση, τι πρέπει να επιτελέση μέσα στην ιστορία, ποια είναι η ιστορική του αποστολή.
Για να τα ξέρουν όμως αυτά, πρέπει να έχουν μελετήσει φιλοσοφία και ιστορία. […] Αυτός είναι ο πρώτος σταθμός του αγώνα: μια θεμελίωση φιλοσοφική και ιστορική του ελληνικού Εθνους και της αποστολής του. [...]
Η εθνικοφροσύνη που θα νικήση τον κομμουνισμό δεν είναι πίσω, είναι πέρα από αυτόν. Η εθνικοφροσύνη που θα νικήση τον κομμουνισμόν θα είναι πρόοδος, όχι οπισθοδρόμηση» (σ. 34-38).
ΜακρόνησοςΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ (τ.Δ2)
Ο Τσάτσος υποστήριζε ότι εκείνο από τα έργα του στο οποίο συμπύκνωνε τις θέσεις του για την αποστολή του ελληνισμού, ως έργο «εθνικής αυτοσυνειδησίας», ήταν η «Ελληνική Πορεία».
Στα απομνημονεύματά του ο ίδιος το χαρακτηρίζει «θεωρητική παρακαταθήκη» του για τον ελληνισμό και την ελληνικότητα («Λογοδοσία μιας ζωής», Αθήνα 2001, τ.Β', σ. 597).
Η πρώτη έκδοση του έργου πραγματοποιήθηκε το 1952.
Η δεύτερη έκδοση, εμπλουτισμένη από νεότερα κείμενα και συλλογή άρθρων και ομιλιών του Τσάτσου από τη δεκαετία του 1940 μέχρι τη δεκαετία του 1960, κυκλοφόρησε το 1967.
Στα περισσότερα από αυτά τα κείμενα υποστήριζε ότι, για να μεταφερθεί ο ελληνισμός μεταπολεμικά σε ένα νέο στάδιο ιστορικής δημιουργίας, όφειλε να επιστρέψει στο ελληνικό κλασικό μέτρο, στον ελληνικό «πλατωνικό» μύθο, γιατί τη «διδαχή» αυτή κανένας άλλος λαός δεν μπορούσε να προσφέρει πληρέστερα στην Ευρώπη (όπ.π., 1967, σ. 24).
Ο Τσάτσος υπογράμμιζε πως η επιστροφή στον «απαρασάλευτο ελληνικό κανόνα» ήταν χρέος και έργο της γενιάς του - και μάλιστα αναγκαίο για την ανασκευή του κομμουνιστικού μύθου, που ήταν ξεπεσμός της φιλοσοφίας, μιας φιλοσοφίας γεμάτης κενά και αντιφάσεις (σ. 32-33).
Γι' αυτόν τον λόγο προέτρεπε:
«Ο νέος ευρωπαϊκός κόσμος για να αντιμετωπίσει τον κομμουνισμό θα πρέπει να γυρίσει στις πηγές του κλασικού πνεύματος» (σ. 36), από όπου θα ξεπεταχτεί ο νέος άνθρωπος του μέλλοντος, «ο άνθρωπος που θα πιστεύει στον κλασικό λόγο, στην πλατωνική ιδέα, που θα πιστεύει στο κλασικό μέτρο και στο κλασικό ιδανικό της πολιτείας του Επιταφίου», παραμερίζοντας τον υλισμό του κομμουνισμού και του φιλελευθερισμού (σ. 38).
Κληρονόμος του αρχαίου ελληνικού μύθου, το ελληνικό έθνος ήταν αυτό που από τη φύση και την ιστορία του πληρούσε τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός νέου κλασικού μύθου (σ. 89).
ΜακρόνησοςΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ (τ.Δ2)
Ηδη από την περίοδο του εμφύλιου πολέμου τόσο ο Κανελλόπουλος όσο και ο Τσάτσος από το υπουργικό τους αξίωμα εγκωμίαζαν ως «εκπαιδευτικό» το αναμορφωτικό έργο της Μακρονήσου.
Συχνά στο περιοδικό «Σκαπανεύς» δημοσιεύονταν οι «διδαχές» τους για τη διαμόρφωση του νέου ελληνικού κλασικού και αντικομμουνιστικού μύθου.
Στο τεύχος του Μαΐου 1949 δημοσιεύτηκε, λ.χ., στο περιοδικό δήλωση του υπουργού Στρατιωτικών, Κανελλόπουλου (23/3/1949):
«Η ιστορία θα γράψη πως η στροφή της παγκοσμίου καταστάσεως εδώ άρχισε, στη Μακρόνησο. Στο ξερονήσι αυτό εβλάστησε σήμερα η Ελλάς ωραιοτέρα παρά ποτέ» (σ. 5).

Εθνική «ψυχοθεραπεία»

Στις 24 Ιουλίου 1949, σε μία από τις επισκέψεις του στη Μακρόνησο ως υπουργός Παιδείας, συνοδευόμενος από τον συνταγματάρχη Μπαϊρακτάρη και υπαλλήλους του υπουργείου του, ο Τσάτσος καλοτύχιζε τους στρατιώτες γιατί είχαν την ευτυχία «να διεξάγουν έναν αγώνα πνευματικής και ηθικής βελτιώσεως κατά των αρχών του κακού» και παρότρυνε τις ένοπλες δυνάμεις να συνδράμουν με το έργο τους στην ανασυγκρότηση της χώρας «μέσα εις την ελευθέραν ζωήν της αληθινής Δημοκρατίας», αφού με το έργο τους «ενίκησαν τον Σατανά».
Στο πλαίσιο αυτό καταδίκαζε το «εσφαλμένον και απατηλόν της σλαυοκομμουνιστικής θεωρίας», κατατάσσοντας το έργο των στρατιωτών εκεί στους αγώνες των Ελλήνων για την ελευθερία, αφού, όπως έλεγε, «έχουμε τριών χιλιάδων χρόνων ιστορία και δεν θα γίνουμε είλωτες των Σλαύων» («Ο υπουργός της Παιδείας κ. Κ. Τσάτσος στο νησί μας», Σκαπανεύς, Αύγουστος 1949, σ. 21).
Τον Σεπτέμβριο του 1949, ένα μήνα μετά τη λήξη του Εμφυλίου, στο ερώτημα του «Σκαπανέα» «αν το επιτελεσθέν εν Μακρονήσω έργον συνέβαλεν εις την νικηφόρον διεξαγωγήν του αγώνος εναντίον των σλαυοκομμουνιστών», ο Κανελλόπουλος χαρακτήριζε τη νήσο ως «υπέροχο σχολείο εθνικής μετανοίας και αναβαπτίσεως των ασώτων υιών της Ελλάδος» και ως εκ τούτου υποδειγματικό για την προσφορά του στην πολιτική και πνευματική ανόρθωση του ελληνισμού («Πώς μας βλέπουν. Ο υπουργός των στρατιωτικών κ. Κανελλόπουλος ομιλεί διά την Μακρόνησον», Σκαπανεύς, Σεπτέμβριος 1949, σ. 9).
Για τον εθνωφελή δε και παιδαγωγικό χαρακτήρα της αναμόρφωσης στη Μακρόνησο, ο Τσάτσος εξηγούσε αναλυτικά τον επόμενο μήνα:
«Εχρειάσθηκε καιρός για να καταλάβουν οι πολλοί, ότι ήταν τόσο αντίθετη με την φύση των πραγμάτων η προσχώρησις των ελλήνων στον κομμουνισμό, ώστε η επιστροφή τους προς την Ελλάδα ήταν εύκολα κατορθωτή, αν βρισκόταν πρόσφορος δρόμος. Ο δρόμος αυτός βρέθηκε σε λίγους μήνες στη Μακρόνησο. […]
»Εχρειάστηκε πολύς καιρός για να καταλάβουν, αυτοί ακριβώς, ότι η Μακρόνησος ήταν τόπος όχι μαρτυρίου, αλλά κατευνασμού, όχι τόπος αντεκδικήσεως ενός φανατισμένου δυναμικού κράτους, αλλά ένας τόπος ψυχοθεραπείας που προσφέρει με τη μεγαλύτερη ηπιότητα ένα κράτος δημοκρατικό. […]
»Οταν στο σχολείο ο καθηγητής αναγκάζει τον μαθητή να μάθη την άλγεβρά του ή την γραμματική του, κανείς δεν ονομάζει τον εξαναγκασμό αυτό βία. Το ίδιο συμβαίνει και στη Μακρόνησο. Διδάσκεται η αλήθεια και οι τρόφιμοί της πρέπει να την μάθουν. […]
»Ετσι πέρασαν λίγοι μήνες και αναγκάστηκαν όλοι να ομολογήσουν ότι το έργο της Μακρονήσου αποτελεί μιαν εθνική ευεργεσία, ένα έργο θετικό και δημιουργικό απέναντι της επικρατούσης αρνητικότητας, ένα έργο κατευναστικό απέναντι της επικρατούσης φανατικής αδιαλλαξίας. […] Εις την Μακρόνησον την καταδίωξιν υποκαθιστά η αγωγή, η έξις, η θεραπεία» («Πώς μας βλέπουν. Ο υπ. Παιδείας κ. Κ. Τσάτσος ομιλεί διά την Μακρόνησον», Σκαπανεύς, Οκτώβριος 1949, σ. 9 & 17).
Μακρόνησος
Πολιτικά συνεπής και πιστός δεξιός, ο Τσάτσος θα διατηρήσει αντικομμουνιστική στάση μέχρι το τέλος της ζωής του, θεωρώντας αδικαιολόγητη ακόμη και την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης το 1982.
Χαρακτηρίζοντάς την «εθνικό έγκλημα» και «παραχάραξη» της Ιστορίας, στα απομνημονεύματά του υπογράμμισε για ακόμη μία φορά:
«Ο αγώνας μου κατά του κομμουνισμού είναι ένα κομμάτι της ζωής μου. Είναι το βασικό πρόβλημα του καιρού μας που θέτει σε κίνδυνο την υπόσταση του ελληνικού έθνους, που αποβλέπει στην απορρόφησή του σε άλλες εθνότητες και στην κατάλυση της ψυχικής και πνευματικής του ιδιοτυπίας» (όπ.π., τ.Β', σ. 618-9).

Δεν συνθηκολογεί, δεν γλιστράει

Τόσο ο Κανελλόπουλος όσο και ο Τσάτσος αποτελούν δείγματα διανοουμένων-πολιτικών που μεταπολεμικά μετατοπίστηκαν σε ακόμη πιο συντηρητικές θέσεις από πριν, συμβάλλοντας συνειδητά όχι μόνο στη συγκρότηση αλλά και στη διατήρηση του αντικομμουνιστικού μετεμφυλιακού κράτους και προεκτείνοντας έτσι τον εμφύλιο πόλεμο σε πολιτικό, ιδεολογικό και πολιτιστικό επίπεδο έως το 1974.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 όχι μόνο αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στον χώρο της Δεξιάς, αλλά αναγνωρίζουν ιδανικά, δεοντολογικά και τελεσίδικα σ’ αυτό τον πολιτικό χώρο ολόκληρο τον ελληνισμό.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ως προς αυτό αποτελεί ο προεκλογικός λόγος του Κανελλόπουλου στις 16 Φεβρουαρίου 1956 στην Πάτρα.
Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, παρά τον νέο εκλογικό νόμο του Νοεμβρίου 1955 που ήταν κομμένος και ραμμένος στα μέτρα της ΕΡΕ, ο «γιγαντιαίος συνασπισμός» της Δημοκρατικής Ενωσης, που κάλυπτε τις κεντρώες πολιτικές δυνάμεις και την Εθνική Κίνηση Αλλαγής (ΕΚΑ), η εκλογική συνεργασία δηλαδή των κομμάτων του Κέντρου με την ΕΔΑ, προσέδιδε σ’ εκείνες τις εκλογές ιδιαίτερη κρισιμότητα.
Σε εκείνο τον λόγο του περιέγραφε, λοιπόν, ο Κανελλόπουλος την «Εθνική Δεξιά» ως εξής:
«Η δεξιά είναι εκείνη, η οποία εις ώρας κρισίμους δεν κάμπτεται, η δεξιά είναι εκείνη η οποία αδιαφορεί διά τας θυσίας. Δεν διστάζει, δεν συνθηκολογεί, δεν συμβιβάζεται».
Αντιθέτως, συνέχιζε, το Κέντρο δεν ήταν «ασφαλής» πολιτική τοποθέτηση, καθώς από εκεί κάποιος «γλυστρά ευκόλως προς τα αριστερά».
Για τον διανοούμενο-πολιτικό δύο ήταν οι επιλογές στην κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση του 1956:
«Η μια λέγεται ενότης, ισχυρά Κυβέρνησις, εθνικοφροσύνη άκαμπτος και ασυμβίβαστος υφ’ οιασδήποτε συνθήκας με την αριστεράν […]. Από την άλλην μεριάν υπάρχει η ασυναρτησία, το χάος, η ακυβερνησία».
Κ. ΤΣΑΤΣΟΣ, ΛΟΓΟΔΟΣΙΑ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ (Αθήνα 2001)
⤊ Ως πολιτικοί άνδρες οι δυο φιλόσοφοι υπουργοί ήρθαν πάντως σε άμεση επαφή με «τον Σατανά» του κομμουνισμού. Πάνω, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος -ως αντιπρόσωπος της εξόριστης κυβέρνησης- με τον Αρη Βελουχιώτη, κατά τον επίσημο εορτασμό για την απελευθέρωση της Πάτρας (7/12/1944). Κάτω, ο Τσάτσος παραδίδει μαθήματα φιλοσοφίας στον στρατάρχη Τίτο ⤋
Κ. ΤΣΑΤΣΟΣ, ΛΟΓΟΔΟΣΙΑ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ (Αθήνα 2001)
Κλείνοντας, όσον αφορά το επίπεδο της πολιτικής πρακτικής, πρέπει να αναφερθεί ότι οι κυβερνητικοί σχηματισμοί της Δεξιάς, στους οποίους συμμετείχαν ανελλιπώς οι δύο διανοούμενοι-πολιτικοί μέχρι τη Μεταπολίτευση, διατήρησαν τα έκτακτα μέτρα του Εμφυλίου όχι μόνο σε όλη τη δεκαετία του 1950, αλλά (με εξαίρεση ορισμένα που καταργήθηκαν μόλις το 1962, λόγω της Συμφωνίας Σύνδεσης της χώρας με την ΕΟΚ) η πλειονότητά τους παρέμεινε σε ισχύ με ψήφισμα της Βουλής από τον Απρίλιο του 1952 μέχρι την πτώση της χούντας το 1974, γνωστή σε θεσμικό επίπεδο ως «παρασύνταγμα» (Ν. Αλιβιζάτος, «Καθεστώς “Εκτακτης Ανάγκης” και πολιτικές ελευθερίες, 1946-1949» σε Γ. Ιατρίδης (επιμ.), Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950. Ενα έθνος σε κρίση, Αθήνα 1984, σ. 383).
Κανελλόπουλος και Βαν ΦλιτΕπίσκεψη του υπουργού Εθνικής Αμύνης Π. Κανελλόπουλου και του Αμερικανού στρατηγού Τζέιμς Βαν Φλιτ στη Μακρόνησο (1949) | ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ (τ.Δ2)
Τόσο με τη διατήρηση των έκτακτων μέτρων όσο και με τις πολιτικές του πολιτισμού και την αντικομμουνιστική ρητορική (ή μάλλον την ποινικοποίηση της Αριστεράς στο μεταπολεμικό εθνικό φαντασιακό), νομιμοποίησαν την καταστολή και την πολιτική δίωξη με το επιχείρημα ότι αυτές υπαγορεύονταν από τις ηθικές και πολιτικές αξίες της εποχής, καλλιέργησαν και συντήρησαν σχεδόν μέχρι το 1974 τον θεσμοθετημένο έλεγχο της «νομιμοφροσύνης» των πολιτών και τον διαχωρισμό τους σε δύο κατηγορίες, τους εθνικόφρονες και τους αντεθνικώς σκεπτόμενους.
Το κυριότερο, διατήρησαν ζωντανό τον εμφύλιο πόλεμο για δυόμισι δεκαετίες από τότε που έληξε στρατιωτικά, με όλες τις συνέπειες που είχε αυτό στη λειτουργία των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών της χώρας.
* Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, ερευνήτρια στο Κέντρο Σύγχρονης Ελλάδας του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Τάσος Κωστόπουλος

http://www.efsyn.gr/arthro/i-filosofia-toy-neoy-parthenona

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η «συμμοριοποίηση» του κράτους
Ενας φόνος τον Δεκέμβρη