γράφει ο Μάρκος Δεληγιάννης
Οι μέρες της Λαμπρής μας άφησαν βιαστικά, χωρίς προειδοποίηση καμιά, χωρίς κάποια ενδιάμεση φάση. Έτσι, αθόρυβα, σαν το πέταγμα της μέλισσας από λουλούδι σε λουλούδι, χάθηκαν στου χρόνου το μονότονο τραγούδι. Μόλις που προλάβαμε της Πασχαλιάς τα μοσχομύριστα άνθη ν’ αγγίξουμε. Πόσο γρήγορα πέρασαν φέτος οι μέρες της Λαμπρής! Να! έτσι στριμωγμένες μέσα στην ερημιά της αργίας. Σπρωγμένες από τον χείμαρρο που τις καταδίωκε. Συντρίμμια ονείρων, παιάνες και ύμνοι, ρόγχοι και τάματα, στίχοι οδυρόμενοι, κατρακυλούν απ’ τον λόφο της ελπίδας και καταλήγουν στο βάραθρο του ολοκληρωτισμού. Η κνίσα των θυσιαστηρίων – όπου βέβαια, στήθηκαν τέτοια - ανακατεμένη με υπολείμματα αρωμάτων - απομεινάρια της δάνειας λάμψης ανέμελων ημερών – με μουσικές ασυνάρτητες, βελάσματα κινητών, σπαράγματα λόγων, ανέστια βλέμματα, αφήνουν πίσω τους ένα μυρμήγκιασμα, μια ανατριχίλα, για την πτήση χωρίς πυξίδα, για την πτώση την ηχηρή και οδυνηρή.
Αλήθεια, πόσο μας κούρασε ο φετινός χειμώνας. Οι βοριάδες λιγοστοί. Η ομίχλη, σκαρφαλωμένη στα παράθυρα, στις πόρτες, μας απομόνωνε απ’ τον έξω κόσμο. Ο φόβος ροκάνιζε τη σκέψη, σαν του τάφου τα σκουλήκια, κι εσένα, Χριστέ μου, πάλι σε ξεχάσαμε, σ’ αφήσαμε ξανά, μόνο, ανυπεράσπιστο μες’ την αρένα, να χλευάζουνε την οδύνη σου Ρωμαίοι μισθοφόροι. Στεφάνι αγκαθωτό να σου πλέκουν, καρφιά να σφυρηλατούν στ’ αμόνια της κόλασης. Κατασπαραγμένο το κορμί σου, πάλι σε σταυρό θα μαρτυρήσει. Χαίνουσες πληγές τα μάτια σου, το τέλος θα εκλιπαρούν. Αδάκρυτος ο στεναγμός σου θ’ αντηχήσει. Και στου σταυρού τα ριζά, οι καλοσιδερωμένοι εκατόνταρχοι, αδηφάγοι, ακόρεστοι, πάντα οι ίδιοι, το βιός σου βάζουνε σε μοιρασιά. Αδίσταχτοι, ακόμα και της Άνοιξης το μυρωμένο αγέρι, του νερού το ανέμελο τραγούδι, της πευκομάνας τη δροσιά – όλα – θέλουν να τα εκποιήσουν. Στείλανε, μάλιστα και εντολή σε διαφημιστές τρανούς – αυτούς, τους καλοθρεμμένους πολυλογάδες της τηλεόρασης - πίνακες φανταχτερούς να κατασκευάσουνε, με χρώματα έντονα και επιγραφές τεράστιες, να διατυμπανίζουν, πως ετούτος εδώ ο τόπος βγαίνει στο σφυρί. Το παρόν πωλείται! Τόσος πόνος, τόσο αίμα, τόσες ελπίδες! Και να, πάλι τα φαντάσματα του παρελθόντος, ρίχνουν τη σκιά τους απειλητική στην ύπαρξή μας, στο βιός μας. Πάντα οι ίδιοι συμβολαιογράφοι, κραδαίνουν τα αιματοβαμμένα συμβόλαια του θανάτου, υπογεγραμμένα από έγκριτους αρχιδικαστάδες, που παίζουν στα δάκτυλα το δίκαιο το διεθνές. Μας απειλούν, Χριστέ μου, πως όλοι εμείς της γης οι ταπεινοί, αν δεν συμμορφωθούμε, αλίμονο, οι κλητήρες οι δικαστικοί και οι ραβδούχοι που τους ακολουθούν δεν χωρατεύουν. Όποιος του νόμου το γράμμα παραβεί, με αυτούς αντιμέτωπος θαρθεί. Θεέ μου, τόσες μάχες, τόσα όνειρα, κι όμως οι φορές που σταυρώθηκες και σταυρωθήκαμε μαζί σου, αμέτρητες. Τι κι αν είμαστε ένοχοι ή αθώοι. Ίσως να φταίνε, λαθεμένοι χειρισμοί ή πάλι οι χάρτες που δείχνανε ψεύτικες συντεταγμένες. Κι όμως, κολυμπήσαμε θαρραλέα, αιμάτινους ωκεανούς. Δεν μας έλειψε η τόλμη, το πείσμα. Πάντα βρίσκαμε ένα νησί παρθένο και εκεί φτιάχναμε πρώτα απ’ όλα ένα καρνάγιο και μαστορεύαμε το καινούργιο μπάρκο. Ένα όμορφο καραβόσκαρο, καλοτάξιδο, άνετο την ουτοπία ζωντανή να μεταφέρει από λιμάνι σε λιμάνι. Καπετάνισσα η ελπίδα, τιμονιέρης, το όνειρο, ώσπου ν’ αντικρύσουμε της Ιθάκης τις ακτές. Όμως, πάντα κάποιος ύφαλος θρυμμάτιζε το πλοίο και η Ιθάκη παραμένει απόμακρη. Άραγε οι θεοί λιποτάκτησαν; Κι εσύ, Χριστέ- Λαέ, αφουγκράζεσαι στρατιές νεκρών λέξεων να χλευάζουν την αλήθεια. Νοιώθεις πόσο ανήμπορες είναι οι λέξεις να συνθέσουν της παραφροσύνης την συμφωνία, καθώς αυτή ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια σου. Στέκεσαι μπροστά στις ανοχύρωτες εστίες των προγόνων σου, στο μισογκρεμισμένο σπιτικό σου. Ατενίζεις τους πραίτορες που επιδεικνύουν θριαμβικά κατάλογο μακρύ, φτιαγμένο από λογιστάδες έμπιστους, με όλα τα υπάρχοντά σου. Διάλεξαν, βέβαια, τα πιο προσοδοφόρα.
Γέμισαν οι πλατείες τελάληδες, που με πειθώ περίσσια, διαλαλούσαν, το γενικό ξεπούλημα. Τρεχάτε! Λιμάνια, αεροδρόμια, ξενοδοχεία κατασκευασμένα με μεράκι, γιατί θα φέρανε του Ξένια Δία το όνομα. Κάμπινγκ, κτήματα, χωράφια, πηγές ιαματικές απ’ τους θεούς προικισμένες. Σπίτια που κτίστηκαν για να θρονιάζεται η γνώση και η περίθαλψη. Όλα διαλεγμένα. Αφρός. Πάρτε τα. Περίοδος εκπτώσεων. Α, να μην ξεχνάμε και το πολυθρύλητο πρώην αεροδρόμιο του Ελληνικού και του Άγιου Κοσμά τις ολυμπιακές εγκαταστάσεις.
Μην συνωθήστε, έχει για όλους! Όσο για σένα Χριστέ – Λαέ πάλι ετοιμάζουν την εκτόπισή σου. Σωρός οι πέτρες, το ασπροντυμένο εκκλησάκι σου. Η εικόνα σου θρυμματισμένη. Το ανηφόρι της προσφυγιάς πάλι σε προσμένει. Της Ρώμης οι εντολοδόχοι θαρρούν πως με τη βία θα σταματήσουν το χείμαρρο της οργής σου. Επιστρατεύουν τους δασκάλους. Οι αρχιερείς της υποκρισίας χύνουν δάκρυα κροκοδείλια για τους άμοιρους τους μαθητές. Όμως «Στο βάθος/ του ορίζοντα/ένα αβάφτιστο/ τσεκούρι/ αιωρείται / πάνω απ΄ τον /εικοστό πρώτο αιώνα/ και προσμένει ανάδοχος (*Άνθιμος Μιαούλης Επανατένιση).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου